Daily Archives: 18 Απριλίου, 2012

To Ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα – Μέρος 1ο – του Θανάση Τσακίρη

Standard

To Ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα
του Θανάση Τσακίρη

Πάγια χαρακτηριστικά του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος
• Η δομή της συνδικαλιστικής πυραμίδας που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη χιλιάδων σωματείων και πάμπολλων εργατικών κέντρων και ομοσπονδιών αλλά με μόνη αντιπροσωπευτική οργάνωση στο κεντρικό επίπεδο την ΓΣΕΕ.
– Λόγοι κατακερματισμού
Α. Προσωπικοί (επικουρική σύνταξη προέδρων και γεν. γραμματέων, όλων των σωματείων, κέντρων και ομοσπονδιών και της ΓΣΕΕ – ακόμη και των προσωρινών διοικήσεων)
Β. Έλλειψη ανεξαρτησίας και αυτονομίας.
Ανεξαρτησία από κράτος και εργοδότες.
Θεωρητικά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι ανεξάρτητες, όμως, στην πράξη, και μέσω του θεσμού της Εργατικής Εστίας (χρηματοδότηση των οργανώσεων) ή της παρακράτησης των συνδικαλιστικών εισφορών και απόδοσής τους στα οικεία συνδικαλιστικά όργανα (σωματεία, ομοσπονδίες) εξαρτώνται, άμεσα και έμμεσα, από το κράτος και τους εργοδότες.
– Έννοια της αυτονομίας = λήψη των αποφάσεων για συνδικαλιστικά και γενικότερα θέματα μέσω εσωτερικών διαδικασιών.
 Στην πράξη, όμως, με το παραταξιακό σύστημα η «γραμμή» διαμορφώνεται, συνήθως, σε εξωσυνδικαλιστικά/πολιτικά κέντρα και με τις παρατάξεις διαχέεται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις (τα τελευταία χρόνια λόγω των αγώνων των αυτόνομων συνδικαλιστικών παρατάξεων και της γενικότερης κρίσης των κομμάτων -που μεταβάλλονται σε κόμματα-καρτέλ κλπ- υπάρχει μια πιο ευέλικτη τακτική εκ μέρους των κομματικών παρατάξεων).
 Όταν το πολιτικό κόμμα στο οποίο ανήκει η παράταξη ασκεί την πολιτική εξουσία, όχι μόνο θίγεται η έννοια της αυτονομίας αλλά και αυτή της ανεξαρτησίας (πάλι τα τελευταία χρόνια λόγω των εξελίξεων στο νομικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο των κοινωνικών αλλαγών στους χώρους εργασίας, οι κρατικές πολιτικές έναντι του σ.κ. δεν βρίσκουν τα ερείσματα που εύρισκαν παλιότερα, π.χ. μια δικαστική παρέμβαση διάσπασης της ΓΣΕΕ είναι πολύ δύσκολο να βρει απήχηση).

Γ. Η χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα
– Σύμφωνα με εμπειρική έρευνα (1996) η συνδικαλιστική πυκνότητα στην Ελλάδα ανερχόταν σε 35% (αμφισβητείται).
– Δημόσιος τομέας 77,8%
– Ιδιωτικός τομέας 31,3%
– Υπάρχουν επίσης διαφορές συνδικαλιστικής πυκνότητας μεταξύ των κλάδων και μεταξύ των φύλων

Ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα
Δ) Αστυνομικός ρόλος (κυρίως των συνδικαλιστικών οργανώσεων των ανωτέρων βαθμίδων).
• Ήδη προσδιορισμένος από τις αρχές της δεκαετίας 1920-1930 (τελειοποίηση επί Μεταξικής δικτατορίας), ο αστυνομικός ρόλος των συνδικάτων διατηρήθηκε μετά την κατοχή και κατά τη διάρκεια του μετεμφυλιακού κράτους ως την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974.
• Η επίσημη ΓΣΕΕ κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο συναγωνίστηκε επάξια σε αντικομμουνισμό τις διωκτικές αρχές και, ουσιαστικά, μέσω των κρατικών επιδοτήσεων έπαιξε μόνο αυτό το ρόλο.

Ε. Απουσία συνδικαλιστικής εκπροσώπησης.
-Ε1) λόγω κυριαρχίας της κοινωνικής κατηγορίας (γραφειοκρατία) των εργατοπατέρων.
-Ε2) λόγω της ανυπαρξίας των θεσμών συλλογικής διαπραγμάτευσης (ο ν.3239/55 ουσιαστικά καταργούσε με την υποχρεωτική διαιτησία τις διαπραγματεύσεις και τις περιόριζε όσον αφορά τη θεματολογία σε αυστηρά μισθολογικά θέματα.), άλλων θεσμών συμμετοχής και νόθευσης από το επίσημο κράτος όλων των θεσμών κοινωνικής πολιτικής.
Η ΓΣΕΕ ιστορικά:
– Είναι συγκεντρωτικός μηχανισμός που
 ελέγχει τα σωματεία βάσης μέσω των εργατικών κέντρων
 ενώ οι ομοσπονδίες είναι άμαζες εκτός από αυτές των οικοδόμων, τραπεζικών υπαλλήλων, σιδηροδρομικών και οργανισμών κοινής ωφέλειας που άλλοτε διαγράφονται και άλλοτε επανεγγράφονται στη ΓΣΕΕ
– Στην πράξη στην αρχή -αν και με νομοθετική ρύθμιση αργότερα- είχε και έχει το μονοπώλιο εκπροσώπησης των εργαζομένων σε όλους τους θεσμούς κοινωνικής πολιτικής ή πρόνοιας και συνήθως ήταν ο προνομιούχος συνομιλητής των εκάστοτε κυβερνήσεων.
– Εκπροσωπούσε και εκπροσωπεί την ελληνική εργατική τάξη σε διάφορους διακρατικούς θεσμούς και ανέπτυσσε διάφορες διάφορες διεθνείς δραστηριότητες (χωρίς όμως να αποκλείει – ενίοτε και να προκαλεί – την παρέμβαση εξωελληνικών παραγόντων στα ελληνικά συνδικαλιστικά πράγματα.)
– Λόγω της κεντρικής θέσης της υπήρξε το πεδίο ποικίλων ανταγωνισμών και αγώνων όχι μόνο μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων αλλά και μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων και κράτους, ξένων συνδικαλιστικών οργανώσεων και ελληνικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.

• Οι έννοιες του κράτους, του κόμματος και του συνδικάτου.
• Το εργατικό συνδικάτο αποτελεί ένα σημαντικό θεσμό που κατακτήθηκε ιστορικά από το εργατικό κοινωνικό κίνημα.
• Το πολιτικό κόμμα εκφράζει ένα μέρος της ταξικής, κοινωνικής και ιδεολογικής κίνησης και διεργασίας
• Το κράτος γίνεται αντιληπτό ως υλική και ειδική συμπύκνωση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ του συνασπισμού εξουσίας και των δυναστευόμενων τάξεων.
• Ως συνέπεια του μετεμφυλιακού τρόπου άσκησης εξουσίας και της αντίστοιχης πολιτικής κουλτούρας, εμφανίζονται και στη μεταπολίτευση η κομματική πόλωση, οι πελατειακές πρακτικές, ο έντονος κρατικός παρεμβατισμός στην κοινωνική ζωή και, ιδιαίτερα στα συνδικάτα. Οι πρώτες κυβερνήσεις της Ν.Δ. διεύρυναν το ασφυκτικό νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνταν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις.
• Οι εργασιακές σχέσεις ήταν «ιδιαίτερα καταπιεστικές, εξουσιαστικές, με στρατιωτική πειθαρχία και ιεραρχία» και οι συλλογικές συμβάσεις αρκούνταν σε μισθολογικά θέματα. Με την ύπαρξη της υποχρεωτικής διαιτησίας και την απαγόρευση απεργιών στη διάρκειά της ακυρωνόταν ουσιαστικά η διαδικασία και το περιεχόμενο κάθε συλλογικής διαπραγμάτευσης. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. περιόρισε ακόμη περισσότερο τη λειτουργία και τις δικαιοδοσίες του συνδικαλισμού στους βιομηχανικούς κλάδους με το Ν. 330/76. δημιουργώντας μια «αμυντική δημοκρατία» για την απορρόφηση των κραδασμών που προκαλούσαν οι κοινωνικές διεκδικήσεις των εργατικών μισθωτών στρωμάτων και των ιδιωτικών και, πλέον, των δημοσίων υπαλλήλων.

• Η οργανωμένη παρουσία των κομμάτων στο εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος αρχίζει από την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Το αρχικά πλειοψηφικό Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ) προώθησε την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ (εσωτερικού) στο συνδικαλιστικό κίνημα για συνεργασία στο πολιτικό επίπεδο όλων των δημοκρατικών δυνάμεων με την «πεφωτισμένη Δεξιά» και στο συνδικαλιστικό κίνημα συνεργασία με κυβερνητικούς συνδικαλιστές στις εκλογές για διοίκηση της ΓΣΕΕ (ΑΣΔΗΣ).
• Η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ) είχε δημιουργηθεί από το ΚΚΕ σε αντιπαράθεση με το ΑΕΜ με προσβάσεις στο συνδικαλιστικό χώρο την πλειοψηφία σε μια σειρά συνδικάτων που στήριζαν την Αριστερά (οικοδόμοι, λογιστές κλπ.). Στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι περισσότερες συνδικαλιστικές παρατάξεις είχαν την οργανωτική μορφή της χαλαρής “συσπείρωσης” χωρίς άμεση σύνδεση με κάποιο από τα μικρά κόμματα του χώρου και η παρουσία τους έγινε αισθητή τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια στους αγώνες των εργοστασιακών σωματείων και αργότερα σε τράπεζες, ΔΕΚΟ και εκπαιδευτικούς.
• Ο χώρος που κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ έμεινε ακάλυπτος ως το 1975 οπότε ιδρύθηκε η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Κίνηση Εργαζομένων (ΠΑΣΚΕ) περιλαμβάνοντας πολλούς συνδικαλιστές των αγώνων των βιομηχανικών εργοστασιακών σωματείων που εμπλούτισαν τα κινήματα με μορφές οργάνωσης, όπως η άμεση δημοκρατία, με γενικές συνελεύσεις, ανακλητότητα εκπροσώπων και συντονιστικές επιτροπές, καθώς και νέες μορφές αγώνα, όπως στάσεις εργασίας, άγριες απεργίες, σαμποτάζ, καταλήψεις εργοστασίων και δημοσίων οδών κ.α.. Συμμετείχαν επίσης και πλήθος νέων συνδικαλιστών αριστερής προέλευσης από τους κλάδους των τραπεζών, της κοινής ωφέλειας και του δημόσιου τομέα. Ο «κοινοβουλευτισμός» ως πολιτική στρατηγική της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ στη διάρκεια εκείνης της εποχής είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση (ΑΕΜ) ή και το σαμποτάρισμα (ΕΣΑΚ) του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Ιδιαίτερα μέσω της ΠΑΣΚΕ και με το ριζοσπαστικό για την εποχή λόγο, το ΠΑΣΟΚ επεδίωξε να κυριαρχήσει στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το πολιτικό πρόγραμμα αυτής της κινητοποίησης εύστοχα ονομάστηκε ως “εκσυγχρονισμός από τα κάτω” στο βαθμό που επρόκειτο για αντιπαράθεση με την πολιτική του “εκσυγχρονισμού από τα πάνω” που επιχειρούσε η κυβέρνηση της ΝΔ.
• Η μετά το 1981 περίοδος της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζεται από στοιχεία τομής αλλά και συνέχειας στη σχέση κυβέρνησης, κομμάτων και συνδικάτων. Το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ έβαζε στόχο την «κοινωνική απελευθέρωση του εργαζόμενου ελληνικού λαού» και θεωρούσε το συνδικαλισμό ως ένα από τα τρία βάθρα της δημοκρατίας.
• Τομή μέσα στη συνέχεια ήταν η χρησιμοποίηση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου για την κατάργηση της διοίκησης της ΓΣΕΕ και την αντικατάστασή της με τις μέχρι τότε αποκλεισμένες από τη διοίκηση της συνομοσπονδίας συνδικαλιστικές παρατάξεις της αριστεράς. Η παράταξη της ΠΑΣΚΕ έλαβε τη μερίδα του λέοντος των εδρών και αποτελούσε ηγεμονεύουσα δύναμη στο συνδικαλιστικό κίνημα. Η εξέλιξη αυτή προϊδέαζε για την παραπέρα πορεία καθώς μετά το 1981 η κομματικοποίηση συνδυάστηκε με τη λογική του, νέου τύπου, κυβερνητικού συνδικαλισμού δημιουργώντας έτσι ένα ιδιαίτερα ασφυκτικό πλαίσιο για ανεξάρτητους συνδικαλιστές και παρατάξεις.

• Η μεταβολή στρατηγικής του αστικού κράτους από τη βίαιη «κατάργηση» του εργατικού κινήματος στη διαχείριση μιας πολιτικής ταξικής αντιπαράθεσης και στην ενσωμάτωση στο νέο πλαίσιο των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό της περιόδου που κατέληξε στην εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ. Ο συνδικαλιστής πλέον «θα λύνει και θα δένει» οι νέες συλλογικές πελατειακές σχέσεις μεταξύ κυβερνώντων – κλαδικών οργανώσεων και ψηφοφόρων θα αντικαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό τα παλιότερα ατομικά πελατειακά δίκτυα βουλευτών και πολιτευτών.
• Άλλη μια νέα πρακτική που εισήχθη στα συνδικαλιστικά ήθη ήταν αυτή της ανοιχτής και μαζικής απεργοσπαστικής δράσης με κυβερνητική και κομματική στήριξη που μετέβαλε τα συνδικάτα σε πεδία μάχης, δημιουργώντας έτσι “προηγούμενο” για τις επόμενες κυβερνήσεις.
• Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες και, κυρίως, το σύστημα “απλής αναλογικής” του Ν. 1264/82 για τις αρχαιρεσίες των συνδικαλιστικών σωματείων που υλοποιούσε, κατά μεγάλο μέρος, το πάγιο αίτημα της συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης και εκδημοκρατικοποιούσε, ως ένα βαθμό, τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές δομές.

• Η πολιτική αυτή συμπληρώθηκε με την ψήφιση του Ν. 1365/83 περί “κοινωνικοποιήσεων” των δημοσίων επιχειρήσεων.
Ο νόμος
• από τη μια μέσω του θεσμού της μειοψηφικής συμμετοχής εκπροσώπων των εργαζομένων, οι οποίοι εκλέγονταν μέσα από κομματικά παραταξιακά ψηφοδέλτια,
• και από την άλλη μέσω του 4ου άρθρου, το οποίο έθετε περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας στις επιχειρήσεις αυτές, ολοκλήρωνε το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινείται το συνδικαλιστικό κίνημα σε κλάδους οι οποίοι είχαν οργανωθεί και είχαν κερδίσει σημαντικές κατακτήσεις.
• Όμως, η μη επέκταση των κοινωνικοποιήσεων και συνακόλουθα της, έστω και μειοψηφικής, συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων αυτών έφθειρε το θεσμό. Σε όσες επιχειρήσεις κοινωνικοποιήθηκαν η συμμετοχή δεν αφορούσε ουσιαστικά παρά τις Αντιπροσωπευτικές Συνελεύσεις Κοινωνικού Ελέγχου (ΑΣΚΕ),
• όπου από τη μια δεν υπήρχε οργανωμένο σύστημα ενημέρωσης και πληροφόρησης των εργαζομένων από την πλευρά των διοικήσεων
• και από την άλλη, τα περισσότερα συνδικαλιστικά στελέχη που εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους δεν είχαν την απαιτούμενη παιδεία και εμπειρία ώστε να ανταποκριθούν με επάρκεια στα «συνδιοικητικά» καθήκοντά τους. Το αποτέλεσμα ήταν οι αντιπρόσωποι να προωθούν τις εκάστοτε κυβερνητικές και κομματικές-παραταξιακές επιλογές.
• Η κατάκτηση της πλειοψηφίας στα συνδικάτα από την κυβερνητική παράταξη ΠΑΣΚΕ διευκολύνθηκε με την υιοθέτηση, σε πρώτη φάση, ώριμων αιτημάτων των εργαζομένων.
• Ως συνέπεια, από τη μια της κυριαρχίας της ΠΑΣΚΕ στα περισσότερα συνδικάτα και στη ΓΣΕΕ και από την άλλη της επίλυσης ορισμένων ώριμων αιτημάτων των εργαζομένων, οι απεργίες κατά την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ ακολούθησαν πτωτική πορεία.
• Στη μείωση των απεργιών κατά την περίοδο αυτή συνέβαλε η εφαρμογή της τροπολογίας του Άρθρου 27 του Ν. 1320/82 που απαγόρευε τη χορήγηση αυξήσεων στους εργαζόμενους καθ’ όλο το έτος 1983, προεικονίζοντας τις πολιτικές που επρόκειτο να επιβληθούν μετά τις εκλογές του 1985.
• Η επιβολή της νέας κρατικής οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ το φθινόπωρο του 1985 μέσω της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (απαγόρευση μισθολογικών αυξήσεων πέρα από τα όρια της κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής) ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η κυβέρνηση προκειμένου να προστατέψει την πολιτική της, εκτός από την ΠΝΠ που αμφισβητήθηκε και από μεγάλη μερίδα μελών και στελεχών της ΠΑΣΚΕ με αποτέλεσμα την αλλαγή συσχετισμών στη διοίκηση της ΓΣΕΕ, φρόντισε να εκμεταλλευτεί τη δικαστική οδό και να επιβάλει πλειοψηφία “νομιμοφρόνων” συνδικαλιστών στην ηγεσία της. Επρόκειτο για το αποκορύφωμα της κομματικοποίησης των συνδικάτων που δεν είχαν πια, τουλάχιστον στο επίπεδο της ΓΣΕΕ, καμία δυνατότητα κριτικής και αντιπαράθεσης στην κυβερνητική πολιτική.
• Η απάντηση της συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης ήταν η ένταση των απεργιακών κινητοποιήσεων σε κλάδους που έλεγχε η αντιπολίτευση και η δημιουργία της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα (ΣΕΑ).
• Αυτοί οι αγώνες δεν κατάφεραν να ανατρέψουν την κυβερνητική πολιτική, κυρίως λόγω της κρατική καταστολής μέσω των δικαστηρίων βγάζοντας παράνομες τις περισσότερες απεργίες.
• Πέρα όμως από τους αντικειμενικούς λόγους, ο υποκειμενικός παράγοντας ήταν ο πιο σημαντικός.
• Η κομματικοποίηση μέσω των ανταγωνιστικών συνδικαλιστικών παρατάξεων της αντιπολίτευσης, στις οποίες πλέον προστέθηκε και η Δημοκρατική Ανεξάρτητη Κίνηση Εργαζομένων της ΝΔ, που απορρόφησε τις προηγούμενες δεξιές παρατάξεις, οδήγησε στην αντιπαράθεση εντελώς διαφορετικών στρατηγικών και τακτικών που συναρτούνταν και με τις εκλογικές στρατηγικές και τακτικές των κομμάτων ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών του 1989.
• Το αποτέλεσμα ήταν να αδρανήσει και να διαλυθεί η ΣΕΑ και η μεταφορά των διενέξεων για την ακολουθητέα πολιτική στα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια όργανα.
• Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αυτών των αντιπαραθέσεων αποτέλεσαν οι απεργιακές κινητοποιήσεις στους χώρους των καθηγητών της μέσης δημόσιας εκπαίδευσης και των εργαζομένων στις τράπεζες την άνοιξη του 1988.
• Οι κοινωνικές απεργιακές κινητοποιήσεις είχαν όμως ένα θετικό αποτέλεσμα στο επίπεδο της κατοχύρωσης των διεθνών συμβάσεων στο ελληνικό νομικό πλαίσιο. Ο δρόμος για την ολοσχερή κατάργηση παλιότερων αντεργατικών και αντιαπεργιακών νόμων ήταν πλέον ελεύθερος.
• Εξίσου, σημαντικό αποτέλεσμα ήταν η κατάργηση και δια νόμου του Άρθρου 4 του ν. 1365/83, που ήδη είχε καταργηθεί στην πράξη.